ρουμάνι

ρουμάνι
1) scrub
2) thicket

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρουμάνι — το, Ν έκταση με πυκνή θαμνώδη βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. orman (πρβλ. ορμάνι)] …   Dictionary of Greek

  • ρουμάνι — το (λ. τουρκ.), πυκνό δάσος, λόγγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • раменье — густой лес; лес, примыкающий к полям , рамень ж. – то же, рама окраинная область , др. русск. рама граница, пашня, примыкающая к лесу , рамениɪе лес по краю пашни, опушка леса , рамьнъ сильный, огромный . Вероятно, связано с рамяный (см.).… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ορμάνι — το πυκνό δάσος, ρουμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. orman] …   Dictionary of Greek

  • Ταμπουρίνι, Αντόνιο — (Tamburini, 1808 – 1876). Ιταλός βαθύφωνος. Αφού για ένα χρονικό διάστημα έπαιξε δευτερεύοντες ρόλους σε επαρχιακά θέατρα, σημείωσε την πρώτη του επιτυχία στη Μπολόνια και κατόπιν στην Πλακεντία, όπου το 1819 θριάμβευσε στα μελοδράματα: Η… …   Dictionary of Greek

  • δάσος — το τόπος που καλύπτεται από δέντρα και θάμνους, κυρίως άγριος λόγγος, ρουμάνι: Το καλοκαίρι πάντα πηγαίνουμε εκδρομές στο δάσος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”